-
1 ξυγκαταβαινω
(fut. συγκαταβήσομαι, aor. 2 συγκατέβην)1) вместе идти вниз, спускаться(ἐς τὸν Πειραιᾶ Thuc.; ἀπὸ τοῦ λόφου Plut.)
πτέρυγί τινος συγκαταβῆναι Eur. — укрыться под чьё-л. крыло2) идти вместе NT.Ζεὺς Μοῖρά τε συγκατεβα Aesch. — Зевс и Судьба сопутствуют друг другу, т.е. действуют заодно
3) сходиться, согласовываться, совпадать(ταῖς ἡλικίαις Arst.)
4) соглашатьсяσ. εἰς φόρους καὴ συνθήκας Polyb. — соглашаться на уплату дани и на заключение договора;
σ. εἰς πᾶν Polyb. — идти на все условия5) решаться, отваживаться(εἰς τὸν κίνδυνον Polyb.)
-
2 συγκαταβαινω
(fut. συγκαταβήσομαι, aor. 2 συγκατέβην)1) вместе идти вниз, спускаться(ἐς τὸν Πειραιᾶ Thuc.; ἀπὸ τοῦ λόφου Plut.)
πτέρυγί τινος συγκαταβῆναι Eur. — укрыться под чьё-л. крыло2) идти вместе NT.Ζεὺς Μοῖρά τε συγκατεβα Aesch. — Зевс и Судьба сопутствуют друг другу, т.е. действуют заодно
3) сходиться, согласовываться, совпадать(ταῖς ἡλικίαις Arst.)
4) соглашатьсяσ. εἰς φόρους καὴ συνθήκας Polyb. — соглашаться на уплату дани и на заключение договора;
σ. εἰς πᾶν Polyb. — идти на все условия5) решаться, отваживаться(εἰς τὸν κίνδυνον Polyb.)
-
3 συγκαταβαίνω
A go or come down with,σᾷ πτέρυγι E.Andr. 505
(lyr.);ἅμα τοῖς ᾠοῖς Arist.GA 756a25
; of curls,σ. ταῖς παρειαῖς Philostr.Ep.58
.2 go down together, opp. ἀνέρχομαι, Arist.Mete. 358b32; esp. to the sea-side, Th.6.30;εἰς ὁμαλοὺς τόπους Plb.1.39.12
;ἀπὸ τοῦ λόφου Plu.Crass.31
: metaph.,σ. ταῖς ἡλικίαις ἐπὶ τὸν αὐτὸν καιρόν Arist.Pol. 1334b34
, cf. 1335a31.4 like Lat. descendere in arenam, σ. εἰς κίνδυνον, εἰς πόλεμον, etc., Plb.3.89.8, 5.66.7, D.S.12.30, etc.;εἰς παράταξιν Id.17.98
.6 metaph., let oneself down, submit to,εἰς φόρους καὶ συνθήκας Id.4.45.4
; σ. εἰς πᾶν agree to all conditions, Id.3.10.1: generally, stoop, condescend, Id.26.1.3;εἰς λοιδορίαν Phld.Rh.1.383
S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκαταβαίνω
См. также в других словарях:
συγκαταβαίνω — ΝΜΑ, και συγκατεβαίνω Ν 1. είμαι ή γίνομαι επιεικής, ενδοτικός 2. είμαι καταδεκτικός, καταδέχομαι (α. «μα πούρ εσυγκατέβηκα κι ήρθα να σε τιμήσω», Ερωτόκρ. β. «μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων συγκαταβαίνων ὠμίλει ᾧ τύχοι», Πολ.) αρχ. 1. κατεβαίνω μαζί με… … Dictionary of Greek